Ο μαύρος χοίρος τα τελευταία χρόνια, έγινε και στη χώρα μας διάσημος, είναι μια ελληνική αυτόχθονη φυλή μαύρων χοίρων (Sus scrofa domesticus), που έζησε στον τόπο μας τα τελευταία 9000 χρόνια.

Ο ελληνικός μαύρος χοίρος έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα. Ο Εύμαιος, ο χοιροβοσκός του Οδυσσέα τον εκτρέφει στη φάρμα του. Το ίδιο είδος θα πάρει μαζί του ο Μέγας Αλέξανδρος προκειμένου να εξασφαλίσει τη σωστή και ισορροπημένη διατροφή του ίδιου και των ανδρών του, στην εκστρατεία του στην Ασία.
Οι Έλληνες μετέφεραν τον μαύρο χοίρο στις αποικίες της Ν. Ιταλίας και Σικελίας κι έτσι θα δημιουργηθεί και θα καθιερωθεί στις περιοχές αυτές το πασίγνωστο prosciutto, ενώ από τη φυλή του αυτόχθονα μαύρου χοίρου προέρχεται και το δημοφιλές αλλαντικό iberico jamon (ιβηρικό χαμόν).
Ο αυτόχθονας μαύρος χοίρος αποτελεί την πιο αρχαία ράτσα που έγινε οικόσιτη στον ελλαδικό χώρο αλλά και την πιο κοινή, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’60. Αυτή την περίοδο εξαφανίστηκε σχεδόν απότομα, θύμα κι αυτός της μετανάστευσης που ερήμωσε την ελληνική ύπαιθρο.

Ένα απ’ τα χαρακτηριστικά της φυλής είναι η ανθεκτικότητα στις καιρικές συνθήκες και η αντοχή στις ασθένειες. Η εκτροφή του μαύρου χοίρου είναι εκτατική και τα ζώα γεννιούνται και διαβιώνουν στο φυσικό τους περιβάλλον με αυτοφυή βλάστηση βελανιδιάς, δρυς, οξιάς, καστανιάς, πατάτες φτέρης, χλόη, κ.τ.λ., όπου τα ζώα είναι ελεγχόμενα αλλά ελεύθερα, διατηρώντας την ευεξία τους και την ευζωία τους.

Γιατί υπερέχει το κρέας του;

Η υπεροχή των μαύρων χοίρων δε σχετίζεται άμεσα με το μαύρο τρίχωμα τους, το οποίο οφείλεται στην υπερπαραγωγή ευμελανίνης, ενός διαφορετικού τύπου μελανοκυττάρων, που σχηματίζονται στο βολβό της ρίζας της τρίχας τους. Τα καθαρόαιμα ζώα της αυτόχθονης ελληνικής φυλής, σε αντίθεση με τα ζώα που προέρχονται από διασταύρωση, μεγαλώνουν με ημι-εκτατική εκτροφή, ζουν δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ελεύθερα σε βοσκοτόπια, όπου η κύρια τροφή τους είναι τα βελανίδια. Η εκτροφή τους, λοιπόν, γίνεται με τη μικρότερη δυνατή ανθρώπινη παρέμβαση. Έχουν δε προσαρμοστεί πλήρως σε αυτό το ημι-ορεινό περιβάλλον και έτσι είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν σε ενδεχόμενες ασθένειες, χωρίς να χρειάζονται φάρμακα για να μην αρρωστήσουν, αλλά ούτε και ζωοτροφές, εμπλουτισμένες με χημικά για να τραφούν.

Αυτό σημαίνει μεν πως τη στιγμή που θα φτάσουν στην ηλικία σφαγής, το βάρος τους θα είναι σημαντικά μικρότερο από αυτό των ζώων που προέρχονται από διασταυρώσεις φυλών, αλλά το κρέας τους θα είναι πολύ πιο κόκκινο, πολύ πιο γευστικό και πολύ πιο χυμώδες από το αχνό ρόδινο, στεγνό και άγευστο κρέας, που αναγνωρίζουμε σήμερα ως χοιρινό.

Παρότι το κρέας του μαύρου χοίρου είναι κατάτι πιο λιπαρό, το λίπος του – που συντελεί στη νοστιμιά του – σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, περιέχει έως και 50% μονοακόρεστα λιπαρά (α-λιολεϊκό οξύ, ω3 και ω6 λιπαρά οξέα), που είναι από τα πιο υγιεινά ζωικά λίπη. Περιέχει δε και περισσότερη πρωτεΐνη.

Οι επιστήμονες μετά από εξετάσεις του DNA της φυλής κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η αυτόχθονη, ελληνική φυλή του μαύρου χοίρου συγγενεύει κατευθείαν με τη την Porcu Neru ή Porcu Nustrale, τη μαύρη φυλή της Κορσικής και κατ’ επέκταση με τη σικελική Nero dei Nebrodi (Nero delle Madonie ή και Nero dell`Etna), που απαντάται στην επαρχία της Μεσίνας.

Ίσως ενδιαφέρει να πούμε πως αρκετά ζώα, που ανήκουν στη διάσημη φυλή μαύρων χοίρων, την Pata Negra (με τις μαύρες οπλές), την οποία έφεραν οι Φοίνικες στην Ιβηρική χερσόνησο και σήμερα απαντάται κυρίως στην Ισπανία (Extremadura) και στην Πορτογαλία (Evora κι Alentejo), καθώς και αρκετά ζώα της μαύρης, γαλλικής φυλής, Noir de Bigorre, που ζει στους πρόποδες των γαλλικών Πυρηναίων, στην περιοχή της Nebouzanne, δεν είναι καθαρόαιμα. Σύμφωνα πάντα με αυτές τις εξετάσεις, εικάζεται πως λόγω της τάσης εξαφάνισης αυτών των φυλών, σήμερα πολλά υποκείμενα προέρχονται από προσμείξεις διάφορων γηγενών μαύρων φυλών.