Η ομελέτα ή κατ’άλλους ομελλέτα είναι ένα φαγητό, το οποίο στην απλούστερή του εκδοχή παρασκευάζεται από αβγά χτυπημένα και τηγανισμένα με λάδι ή κάποια άλλη λιπαρή ουσία, όπως βούτυρο ή λαρδί. Το μείγμα των αβγών συνήθως αραιώνεται με νερό, γάλα ή κρέμα γάλακτος, ώστε να επιτυγχάνεται αφρώδης υφή.

Η χρήση χτυπημένων αυγών στη μαγειρική γίνεται από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι Ρωμαίοι έτρωγαν ζεστές ή κρύες ομελέτες, γνωστές με την ονομασία patina. Οδηγίες για patinae συμπεριλαμβάνονται στο γνωστότερο βιβλίο μαγειρικής της αρχαιότητας “De re coquinaria”. Στην Αγγλία κατά το Μεσαίωνα οι ομελέτες ονομάζονταν herbolacae και αρωματίζονταν συχνά με διάφορα μυρωδικά. Οι Βίκινγκ παρασκεύαζαν ομελέτες και τις συνόδευαν με ψωμί σικάλεως, μπέικον και τυρί, για να αντέχουν στο κρύο.

Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, στα ελληνικά η ομελέτα ονομαζόταν σφουγγάτο, καγιανάς ή καϊγανάς, στα ποντιακά φούστορο ή φούστρο, ενώ υπάρχει και ο λόγιος ορισμός ωοτηγανίτης. Ο Βυζαντινός συγγραφέας και ποιητής Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος, του 12ου αιώνα, περιγράφει συνεχώς με ενθουσιασμό τις διπλές ομελέτες ή διπλοσφουγγάτα, όπως ο ίδιος τις ονομάζει. Ο όρος ομελέτα προέρχεται από τη γαλλική λέξη omelette, η οποία χρησιμοποιείται από τα μέσα του 16ου αιώνα, και κατ’ επέκταση ίσως από το υποκοριστικό της λατινικής λέξης lamina, lamella. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, την ονομασία lamella πήρε είτε λόγω της λεπτότητάς της είτε επειδή ψηνόταν πάνω σε λαμαρίνα. Οι Γάλλοι δανείστηκαν τη λέξη (la lemele), η οποία με παραφθορά – μετάθεση μετατράπηκε αρχικά σε alemelle ή alumelle, εν συνεχεία πιθανόν alemette και τέλος amelette. Κατά άλλη εκδοχή, η homelaicte d’oeufs που αναφέρει ο Φρανσουά Ραμπελαί πιθανόν να μαρτυρά συνένωση των λατινικών ovum (αυγό) και lacte (γάλα, laitt’ στη Νορμανδία), ωστόσο δεν αποκλείεται να πρόκειται για λογοπαίγνιο.

 

Η ομελέτα μπορεί να σερβιριστεί σαν ορεκτικό ή ξεχωριστά με γαρνιτούρα στο πρωινό γεύμα. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές της συνταγής ανά τον κόσμο, ενώ συναντάται σε διάφορες εθνικές κουζίνες.

Στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων οι ομελέτες συνήθως γίνονται με χόρτα (όπως σπανάκι, μάραθο κ.α.) και φέτα, γραβιέρα ή άλλα τοπικά τυριά. Στην Ελλάδα η παραδοσιακή ομελέτα αποτελείται από ντομάτες, πράσινες πιπεριές, κρεμμύδια, τυριά (φέτα, γραβιέρα) και βούτυρο και συνοδεύεται, πολλές φορές με χωριάτικη σαλάτα και ρετσίνα ή μπύρα. Στην Άνδρο, η παραδοσιακή ομελέτα ονομάζεται φρουτάλια και αποτελείται από πατάτες, χοιρινό λουκάνικο και καπνιστό χοιρινό κρεας. Τηγανητές πατάτες περιέχει και η βασική συνταγή στην Κρήτη .

Στην Ιταλία ονομάζεται φριτάτα (ιταλ. frittata) και σερβίρεται κομμένη σε τρίγωνα. Γίνεται με χτυπημένα αυγά που ανακατεύονται με σπανάκι, κολοκυθάκια, μανιτάρια, πράσο, αγκινάρες, ψιλοκομμένο συκώτι ή γενικότερα κρέας ή ψάρι και τηγανίζονται σε βαθύ τηγάνι, έτσι ώστε το μίγμα των αυγών να καλύπτει τα λαχανικά. Συνήθως στο μίγμα προστίθενται σκόρδο, μυρωδικά (όπως βασιλικός ή μαϊντανός) και διάφορα τυριά. Όταν η μία πλευρά είναι έτοιμη, ο μάγειρας με ειδικές κινήσεις γυρίζει την ομελέτα ανάποδα. Αν και οι ιταλικές ομελέτες είναι κατά κανόνα ανοιχτές, υπάρχουν παλαιότερες αναφορές για μια τυλιγμένη ομελέτα με το ίδιο όμως όνομα (frittata).Στη Σικελία η ομελέτα παρασκευάζεται από μαγειρεμένα αβγά και σερβίρεται με σάλτσα ντομάτας.

Στην Ισπανία ονομάζεται τορτίγια (ισπαν. tortilla) και είναι παρόμοια με τη φριτάτα. Χαρακτηριστικές στην ισπανική ομελέτα είναι οι πατάτες που περιέχει, επίσης χρησιμοποιoύνται κρεμμύδια, ντομάτες και γλυκές πιπεριές. Συναντάται συχνά σε μενού διαφόρων tapas σε ισπανικά μεζεδοπωλεία,] αλλά είναι γνωστή και διεθνώς. Απομακρυσμένες παραλλαγές συναντούνται και στην κρεολική κουζίνα της Νέας Ορλεάνης, συχνότερα στο πρωινό γεύμα.

Στην Πορτογαλία η ομελέτα, που ονομάζεται το ίδιο (πορτ.omeleta) ή και fritada, συνήθως περιέχει ψάρι ή κρέας (εκτός από την απλή) , ενώ συχνά προστίθενται ντομάτες, διάφορα τυριά ή και ζαμπόν.

Στην Αγγλία, η ομελέτα αποτελεί ένα από τα κύρια πρωινά πιάτα, ιδίως τις υγρές και κρύες ημέρες του χειμώνα. Συνδυάζεται με ροφήματα όπως τσάι με γάλα (white tea), χυμούς ή με κόκκινο κρασί. Λέγεται πως, όταν ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, Σερ Στάφορντ Κριπς, δείπνησε με τη βασιλική οικογένεια, στο ανάκτορο Μπαλμόραλ, τού προσφέρθηκε μόνο μια ομελέτα, καθώς η βασίλισσα Ελισάβετ, η οποία είχε προηγουμένως αρνηθεί την ασφαλή μεταφορά της στον Καναδά, κατανοούσε τη σοβαρότητα της κατάστασης και ζούσε και η ίδια, όσο πιο λιτά γινόταν τις δύσκολες ώρες του πολέμου.

Στη Γερμανία γνωστό παραδοσιακό πρωινό είναι το Bauernfrühstück, ομελέτα η οποία γίνεται με μπέικον και πατάτες. Οι ομελέτες ψήνονται στο φούρνο με λουκάνικα, μπέικον, ένταμερ, κρεμμύδια, πιπεριές, μαϊντανό και κρέμα γάλακτος και συνοδεύονται με μπύρα.

Στην Ιαπωνία η ομελέτα ονομάζεται tamagoyaki (ταμαγκογιάκι) και σερβίρεται με ζάχαρη και σόγια.

Στην Ινδία, συνοδεύεται με ζεστή πίττα από ψωμί, το λεγόμενο τσαπάτι, κρεμμύδια, ντομάτες, τσίλι και κορίανδρο.

 

Στο Ιράν λέγεται κουκού (kuku) και είναι παρόμοια με την ισπανική ομελέτα. Το σάμπζι κουκού (sabzi kuku) γίνεται με σκληρά χόρτα / σπανάκι, τηγανίζεται και από τις δύο πλευρές και σερβίρεται με ψωμί και γιαούρτι. Στο παραδοσιακό τραπέζι της ιρανικής Πρωτοχρονιάς (Νορούζ) τα χόρτα στο σάμπζι κουκού συμβολίζουν την αναγέννηση και τα αυγά τη γονιμότητα και την ευτυχία για την επόμενη χρονιά.