Πριν από πεντακόσια περίπου χρόνια, κατά την διάρκεια της υποδούλωσης των Ελλήνων από τους Οθωμανούς, πολλοί φτωχοί αγρότες κρύβονταν στα βουνά κυνηγημένοι από τις αρχές επειδή δεν δέχονταν την κατοχή των ξένων και την αυθαιρεσία των πλούσιων γαιοκτημόνων.
Δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους φόρους και τα χρέη τους κι έτσι για να επιβιώσουν έκλεβαν συνήθως αιγοπρόβατα ή επιβίωναν χάρη στην φιλοξενία των συμπατριωτών τους που τους προσέφεραν τροφή.
Για να ψήσουν λοιπόν την τροφή τους χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους διώκτες τους, έπρεπε να κρύψουν τον καπνό και την μυρωδιά του ψημένου κρέατος.
Επιπλέον, η συνεχής μετακίνηση δεν τους επέτρεπε να μείνουν για ώρες στο ίδιο μέρος ώστε να επιβλέπουν το ψήσιμο.
Έτσι, έσκαβαν έναν λάκκο στο χώμα, έβαζαν φωτιά και μετά σκέπαζαν με χώμα και κλαδιά την θράκα. Έβαζαν το αρνί ή το κατσίκι επάνω και μετά πάλι κλαδιά και χώμα.
Σ’αυτήν την γήινη στάμνα σιγοψηνόταν το κρέας με χοντροκομμένα κομμάτια κεφαλοτύρι για πολλές ώρες παίρνοντας την μυρωδιά των φύλλων κουμαριάς, δάφνης και χαρουπιάς καθώς και τα αρώματα της ρίγανης και του θυμαριού, της λεμονιάς και του άγριου σκόρδου.
Μετά από ώρες επέστρεφαν, ξεσκέπαζαν τον λάκκο και απολάμβαναν το φαγητό των κλεφτών, το «κλέφτικο».
Σήμερα πεντακόσια χρόνια μετά, σας προσφέρουμε το κλέφτικο με όλα τα αρώματά του κλεισμένα σε σκληρό σκούρο χαρτί. Προσθέτουμε σπόρους σιναπιού (μουστάρδας) πατάτα καρότο πιπεριά και κρεμμυδάκι για να δώσουμε μια νότα πολυτέλειας στο πιάτο σας και ορίστε , κύριες και κύριοι το κλέφτικο.
Zουμερό, μυρωδάτο και γευστικό.